Σε ότι αφορά σε Θέματα Ιστορίας και δη αυτά που σχετίζονται με τα δεινά που υπέστη ο λαός μας καθ΄ όλη την πορεία του, από τον τουρκικό εθνικισμό, είναι γνωστά αδρομερώς, στους περισσότερους και εκτενέστερα σε κάποιους άλλους.
Όπως αναφέρει σε κείμενο της Αναστασιάδου Ελένη η περιοριστική γνώση που αφορά στο – κατά κοινή ομολογία – σημαντικότατο και τραγικότατο γεγονός της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου από το κεμαλικό εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα, οφείλεται σε ποικίλους λόγους. Θα μπορούσαμε να καταγράψουμε τη γενικότερη αλλοτριωτική συμπεριφορά της σύγχρονης πραγματικότητας που δεν «επιτρέπει» τη μελέτη και τη γνώση του παρελθόντος. Θα μπορούσαμε επίσης να αποδώσουμε το γεγονός στη δυσπραγία της δεύτερης γενιάς προσφύγων, η οποία – στη συντριπτική της πλειοψηφία – στον απόηχο του πολέμου πάλευε για την επιβίωση στις φάμπρικες της αλλοδαπής· συνεπώς εκ των πραγμάτων αδυνατούσε να δώσει την προσοχή και να προχωρήσει στη μελέτη και την επακόλουθη αναμενόμενη διεκδίκηση, την οποία απαιτούσε η σοβαρότητα των γεγονότων του πρόσφατου παρελθόντος. Αυτό όμως που σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε, είναι η συστηματικά επαναλαμβανόμενη αποσιώπηση των τραγικών γεγονότων και η επιδίωξη εξωραϊσμού του τουρκικού εθνικισμού, που με ανείπωτο μένος προχώρησε, βάσει οργανωμένου σχεδίου, στην εξόντωση των αλλόθρησκων πληθυσμών που διαβιούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι η Ελληνική πολιτική ηγεσία, ξεκινώντας από την Ελλάδα του μεσοπολέμου και φτάνοντας μέχρι και τις μέρες μας, επέλεξε την πολιτική της αδύναμης μνήμης. Αν εξαιρέσουμε το σωτήριο έτος 1994, κατά το οποίο η ελληνική βουλή προχώρησε στην ψήφιση του νόμου, βάσει του οποίου ορίστηκε η 19η Μαϊου «Ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου», καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα το μέγα αυτό κεφάλαιο της ελληνικής Ιστορίας πήρε το δρόμο της σιωπής. Ακόμα και σήμερα μετά από σχεδόν έναν αιώνα, η βαρβαρότητα του τουρκικού εθνικισμού και οι συνέπειες της στους ελληνικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αποτελούν θέματα ταμπού· δε θίγονται, δε συζητιούνται και πολύ περισσότερο δε διδάσκονται. Στα σχολικά μας εγχειρίδια – κατά κανόνα – καταγράφονται στοιχειωδώς και σχεδόν ανώδυνα κάποια στοιχεία που αφορούν απλώς στο αποκορύφωμα της τουρκικής Γενοκτονίας του Έθνους μας, την καταστροφή της Σμύρνης το 1922.
Καθώς λοιπόν η επίσημη Πολιτεία επέλεξε τη σιωπή δε μένει παρά εμείς που αποτελούμε την τρίτη και τέταρτη γενιά προσφύγων, να δώσουμε τον αγώνα μας, για το αυτονόητο, ξεκινώντας από την προσπάθεια ανακάλυψης και αποκάλυψης της ιστορικής αλήθειας, που τόσο συνετά επιδιώκεται να περάσει στο χρονοντούλαπο.
Γεγονότα & Μαρτυρίες
Τα γεγονότα ωστόσο από μόνα τους μαρτυρούν την αλήθεια. Πρόκειται για ένα σταθερό πρόγραμμα εξόντωσης της χριστιανοσύνης, που βασίζεται σε οργανωμένο σχέδιο και προβλέπει την εξολόθρευση του αρχαίου – ελληνικού – χριστιανικού πολιτισμού που σημείωνε θαυμαστή πνευματική και οικονομική άνθιση. Το σχέδιο εξόντωσης, το οποίο μορφοποιείται μετά την επανάσταση των Νεότουρκων (1908), εντείνεται από το 1911 και φτάνει σε έξαρση μέχρι τη συνθήκη του Μούδρου το 1918 και επανεμφανίζεται και πάλι μετά τα συνέδρια του Ερζερούμ και της Σεβάστειας το 1919, παίρνοντας μέχρι το 1922 την έκταση της Γενοκτονίας. Είναι σαφές το γεγονός ότι η ανείπωτη θηριωδία που έλαβε χώρα από το 1916 έως και το 1924 στην ευρύτερη περιοχή του Πόντου συνιστά ξεκάθαρα γενοκτονία των ελληνικών πληθυσμών καθώς στην εν λόγω περιοχή δεν έγινε ποτέ πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αν και κατά την περίοδο αυτή και ενώ ήταν σε εξέλιξη ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, βρίσκοντας Έλληνες και Τούρκους σε αντίπαλα στρατόπεδα, ωστόσο ελληνικά στρατεύματα δεν εμφανίστηκαν ποτέ στην περιοχή του Πόντου. Συνεπώς οι ισχυρισμοί που κατά καιρούς προβάλλονται – ότι δηλαδή οι σφαγές επιτελέστηκαν στο πλαίσιο του πολέμου – επιδιώκοντας τη διαστρέβλωση της αλήθειας, κρίνονται απλώς ανυπόστατοι.
Η συστηματική επιδιωκόμενη εξόντωση των Ελλήνων εντάθηκε ωστόσο κατά τη διάρκεια του μεγάλου πολέμου· από το 1914 – 1918 η κυβέρνηση των Νεότουρκων υπό την ηγεσία της αιμοσταγούς τριανδρίας των Εμβέρ πασά, Ταλαάτ μπέη και Ντζεμάλ πασά, υπό την καθοδήγηση γερμανών στρατηγών, μ΄ επικεφαλής τον Λίμαν φον Σάντερς, συνέλαβε, σχεδίασε και εξετέλεσε συστηματική γενοκτονία των Αρμενίων και των Ελλήνων της Ανατολής ξεκινώντας από τις μαζικές εκτοπίσεις.
Σύμφωνα με τις εκθέσεις του Γερμανού πρεσβευτή στην Kωνσταντινούπολη Mέττερνιχ, οι Nεότουρκοι προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν τις εκτοπίσεις των Eλλήνων που ζούσαν στα παράλια της Mαύρης Θάλασσας με την πρόφαση ότι οι Pώσοι είχαν εξοπλίσει τον ελληνικό πληθυσμό και φοβούνταν για το λόγο αυτόν μια ελληνική εξέγερση . H επιχειρηματολογία όμως αυτή ήταν αστήριχτη, αφού ο πληθυσμός που, κατά κύριο μέρος, εκτοπίστηκε ήταν γυναίκες, παιδιά και γέροι . Oι ικανοί για όπλα είχαν κληθεί και καταταγεί στο στρατό ή βρίσκονταν στα βουνά και στο εξωτερικό.
Oρισμένοι Γερμανοί που δε συμφωνούσαν με την πολιτική της εθνοκάθαρσης, προσπάθησαν με αλλεπάλληλες εκθέσεις, που έστελναν στο υπουργείο Eξωτερικών, να διαχωρίσουν τη θέση και τις ευθύνες τους από τα γενοκτονικά μέτρα των Nεοτούρκων, ιδιαίτερα μετά την παγκόσμια κατακραυγή του αρμενικού ολοκαυτώματος. Συγκεκριμένα, στις 16 Iουλίου 1916 ο Γερμανός πρόξενος της Aμισού Kuckhoff έγραφε στο υπουργείο Eσωτερικών, στο Bερολίνο: «Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας Kαστανομής έχει εξοριστεί. Eξορία και εξολόθρευση είναι στα τουρκικά η ίδια έννοια, γιατί όποιος δε δολοφονείται, πεθαίνει τις περισσότερες φορές από τις αρρώστιες και την πείνα». 1
Οι Τούρκοι, λαός βάρβαρος και ανεπίδεκτος πολιτισμού, απέδειξαν τη φυλετική τους κατωτερότητα απέναντι στο ζωντανό δυναμικό και αγωνιστικό στοιχείο του Ελληνισμού, προσπαθώντας να καταστρέψουν οτιδήποτε είχε σχέση μ’ αυτό.
Τα θύματα της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου ξεπερνούν τις 350.000 και σ΄ όλη τη Μικρά Ασία και τη Θράκη φτάνουν το 1.500.000.
Το χρονικό της θηριωδίας
Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914), στην Τουρκία κηρύσσεται γενική επιστράτευση μουσουλμάνων και αλλόθρησκων. Οι Πόντιοι αρνούνται να καταταχτούν στον τουρκικό στρατό, λιποτακτούν και βγαίνουν στα βουνά.
Στο ρωσοτουρκικό πόλεμο αφοπλίζονται και στέλνονται στα περιβόητα τάγματα εργασίας (αμελέτ ταμπουρού) που όμως δεν είναι τίποτε άλλο παρά τάγματα εξόντωσης. Για να αποφύγουν το θάνατο οι Πόντιοι αγωνιστές άρχισαν να λιποτακτούν και να συσπειρώνονται στα πρώτα αντάρτικα σώματα. Οι Τούρκοι απαντούν με τα σκληρότερα και τα πλέον απάνθρωπα μέσα, ιδιαίτερα ενάντια στους συγγενείς των ανταρτών. Σχηματίζουν καταδιωκτικά τάγματα Τσετών και Οσμανλήδων που λεηλατούν πυρπολούν και σφαγιάζουν σε δεκάδες χωριά αμάχων. Δημεύσεις περιουσιών, δολοφονίες, βιασμοί, εξορίες και εκτοπισμοί συμβαίνουν πλέον σε καθημερινή κλίμακα.
Το Δεκέμβριο του 1916 εκπονείται σχέδιο εξόντωσης του άμαχου Ελληνικού πληθυσμού του Πόντου που εφαρμόστηκε κλιμακωτά. Το σχέδιο προέβλεπε άμεση εξόντωση των ανδρών των πόλεων από 16 – 60 και εξορία του υπόλοιπου πληθυσμού στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής. Το πρόγραμμα ξεκίνησε 15 ημέρες αργότερα και εφαρμόστηκε κυρίως στις περιοχές της Σαμψούντας και της Πάφρας. Η περιοχή της Τραπεζούντας είχε γλιτώσει αρχικά από την τουρκική βαναυσότητα γιατί βρισκόταν στην κατοχή της Ρωσίας.
Όταν όμως οι Ρώσοι εγκατέλειψαν την πόλη το Φλεβάρη του 1918, τότε η εκδικητική μανία των Τούρκων ξέσπασε και στον ελληνισμό του Καυκάσου. Οι σοβιετικοί υπήρξαν βασικοί σύμμαχοι του κεμαλικού εθνικισμού. Πιθανότατα οι μπολσεβίκοι να αντάλλαξαν με τον τρόπο αυτό την υποστήριξη του παντουρκιστικού κινήματος που δρούσε στη Ρωσία στην Οκτωβριανή Επανάσταση.
Νέοι διωγμοί εκτοπίσεις και εξορίες. Τις πενήντα χιλιάδες φτάνουν οι εκτοπισμένοι Έλληνες των περιοχών Τριπόλεως, Κερασούντος, Κοτυώρων και Αμισού, οι περισσότεροι από τους οποίους πέθαναν από τις κακουχίες στο σκληρό δρόμο της εξορίας. Όσοι απ΄ αυτούς επέζησαν, γύρισαν ξανά στις εστίες τους μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου ( Οκτώβριος ’18) για να κυνηγηθούν και πάλι από την αρχή από το καθεστώς του Κεμάλ.
Στις 19 Μαίου του 1919 ο Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα. Ξεκινά η δεύτερη φάση της γενοκτονίας με αρχηγό τον αιμοσταγή Τοπάλ Οσμάν.
Oσμάν αγάς παρουσίασε μια λεπτομερή αναφορά για τις δραστηριότητες των Pωμιών και των Aρμένιων στην Kερασούντα και τα περίχωρά της. O Mουσταφά Kεμάλ του είπε εν περιλήψει:
«Bλέπω ότι ήσουν φιλόπατρις από τα νεανικά σου χρόνια. Aκολουθείς ακόμη και τώρα τα ιδανικά που έθεσες από τότε. Πρέπει να παλέψουμε μέχρι να απελευθερωθεί η χώρα και να μη μείνει ούτε ένας εσωτερικός ή εξωτερικός εχθρός. Θα υπερασπιστείς τα χωριά και τις πόλεις της Mαύρης Θάλασσας. H συμμορία σου από μια ανοργάνωτη και ανεκπαίδευτη δύναμη θα γίνει ένα τάγμα. Διοικητής του τάγματος αυτού θα είσαι εσύ. Θα σου δώσουμε νέους και θρασείς αξιωματικούς.
Με πρωτοφανή αγριότητα επιδίδονταν στις αλλεπάλληλες σφαγές, Τεπέ-κϊοι, Σεϊτάν-τερέ, Χαβ, Μερτζιφούντα, Αδά της Σαμψούντας, και Τζόρουμ, σφαγές που στιγμάτισαν την ιστορία μας. Οι τρόποι, οι μέθοδοι και τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι τουρκικές κυβερνήσεις για να εξοντώσουν τον ποντιακό ελληνισμό είναι απίστευτα: επιστράτευση και εξόντωση των νέων, τάγματα εργασίας/ τάγματα θανάτου, στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης. Δουλειά 18ωρη και αγγαρείες κάτω από άθλιες συνθήκες. Οι στρατευμένοι και οι συλληφθέντες ήταν υποχρεωμένοι να σπάζουν πέτρες, να κόβουν ξύλα, να καθαρίζουν χιόνια, να πεζοπορούν χιλιάδες χιλιόμετρα. Τους έβγαζαν από θερμόλουτρό και τους υποχρέωναν να πεζοπορούν γυμνοί μέσα σε δριμύ χειμωνιάτικο ψύχος. Οι θάνατοι ήταν πλέον καθημερινό φαινόμενο. Βέβαια ας μην ξεχνάμε και τα δικαστήρια ανεξαρτησίας, που χρησιμοποιήθηκαν από τα όργανα του Κεμάλ για να προσδώσουν μια επίφαση δικαιοσύνης στα γενοκτονικά τους σχέδια και στα βάρβαρα εγκλήματα που διαπράττονταν με τις ευλογίες της ανώτατης ηγεσίας.
Οι νεοτουρκικές και κεμαλικές Αρχές όχι απλώς παρότρυναν τις τουρκικές φανατικές μάζες, το στρατό και τους τσέτες αλλά προσχεδίασαν και συμμετείχαν στη Γενοκτονία. Οι διαταγές για τους εκτοπισμούς στο Κουρδιστάν και τη Συρία των ποντιακών πληθυσμών είτε με μορφή κυβερνητικών αποφάσεων είτε με μορφή νομοσχεδίων φέρουν την υπογραφή των αρμόδιων υπουργών αλλά και του ίδιου του Κεμάλ.
Οι αποδείξεις για τα γεγονότα των θηριωδιών και των σφαγών είναι πολυάριθμες και συγκλίνουσες. Προκύπτουν ακόμη και από τα ίδια τα τουρκικά αρχεία, εκδόσεις, κυβερνητικές αποφάσεις και νομοσχέδια, από αρχεία και αναφορές διπλωματικών υπαλλήλων ευρωπαϊκών χωρών και αρχεία των Η.Π.Α.
Ο Άγγλος ύπατος αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη σερ Ραμπολντ σ’ ένα σημείο της αναφοράς του προς την κυβέρνηση του, με ημερομηνία 10 Μαΐου 1922 επισημαίνει: «Νέες αποτρόπαιες εξορίες άρχισαν σ’ όλα τα μέρη της Μικρασίας……. τα 2/3 των εξόριστων είναι γυναίκες και παιδιά………Ένας συνεργάτης του είδε και μέτρησε 1500 πτώματα στο δρόμο προς Χαρπούτ. Στην Αμερικανική Επιτροπή Περίθαλψης Εγγύς Ανατολής δεν επέτρεψαν να περιμαζέψει τα παιδιά, των οποίων οι γονείς πέθαναν πάνω στο δρόμο…….»
Ο Κεμάλ ακόμη και μετά την ολοκληρωτική νίκη και με το ολοκαύτωμα της Σμύρνης εξακολουθούσε τις διώξεις όσων Ελλήνων απέμειναν κυρίως στον Πόντο. Ο Γάλλος συνταγματάρχης Μουζέν, ο οποίος παρακολούθησε τις εργασίες της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης στις 13 Αυγούστου 1923, ανέφερε στο Γαλλικό Γενικό Επιτελείο ότι ο Κεμάλ έλαμπε από χαρά όταν ξεφώνησε την εξής φράση: «Επιτέλους τους ξεριζώσαμε τους Έλληνες από τον Πόντο».
Βέβαια τα δεδομένα στη σύγχρονη πραγματικότητα μιλούν για επαναπροσέγγιση Ελλήνων και Τούρκων, μιλούν για πράξεις καλής θέλησης και καλής γειτονίας, μιλούν για εκτόνωση στο Αιγαίο και για σύσφιξη των διακρατικών σχέσεων. Σ’ αυτά – τα οποία αντιμετωπίζουμε καταρχήν με πνεύμα θετικό – διατηρούμε μια σαφή επιφύλαξη θεωρώντας ότι αποτελεί επιτακτική ανάγκη, η επιδιωκόμενη ελληνοτουρκική φιλία, όπως και η πολυσυζητημένη ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση να προϋποθέτει, την αναγνώριση της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου από τη γείτονα χώρα. Οι γείτονες μας πρέπει να προχωρήσουν στην αναγνώριση της γενοκτονίας και να ζητήσουν συγνώμη από τους συγγενείς των χιλιάδων θυμάτων τους, όπως έπραξε η σύγχρονη Γερμανία για τα εγκλήματα του ναζισμού και η παπική εκκλησία για τα εγκλήματα κατά της Ορθοδοξίας.
Κατόπιν αυτού, ενδεχομένως να γίνει εφικτή η ελληνοτουρκική σύγκλιση και η επακόλουθη ένταξη της Τουρκίας σε οποιοδήποτε διακρατικό σχηματισμό. Όλα τα παραπάνω, επ’ ουδενί λόγω, δε φέρουν αντιτουρκικό χαρακτήρα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε οτι δεν είδαμε ποτέ την Τουρκία, ούτε καν να ζητάει συγνώμη για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, αλλά συνεχίζει να είναι αμετανόητη για τα εγκλήματα που διέπραξε και εξακολουθεί να προβαίνει σε αλλεπάλληλες προκλήσεις. Και όπως αναφέρει ο καταξιωμένος θεατρικός συγγραφές Δημήτριος Ψαθάς, ο οποίος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της θηριωδίας που διαπράχθηκε στον Πόντο: «…….Αντιτουρκικό χαρακτήρα έχουν τα ίδια τα γεγονότα, που δείχνουν τους Τούρκους έτσι όπως ήσαν και όπως έδρασαν τα χρόνια εκείνα. Ούτε επιτρέπεται να θυσιάζουμε την Ιστορική Αλήθεια σε καμία σκοπιμότητα, όπως, δυστυχώς, καθιερώθηκε να γίνεται από τον καιρό που χαράχτηκε η λεγόμενη ελληνοτουρκική φιλία. Η άστοχη τακτική της αποσιώπησης των γεγονότων της Ιστορίας, ήταν ίσως και ένας από τους λόγους που τόσο άσκημα πορεύτηκε η «φιλία» με τους Τούρκους. Να ρίξουμε το πέπλο της λήθης στο παρελθόν, αλλά να ξέρουμε όχι να κρύβουμε.Να ξέρουν και οι ίδιοι οι Τούρκοι το τι φτιάξαν οι πατεράδες τους, για να αποφύγουν τα όσα στιγμάτισαν εκείνους, εφόσον θέλουν να πάρουν τη θέση, που φιλοδοξούν, ανάμεσα στα πολιτισμένα έθνη. Μόνο έτσι, ξέροντας εμείς τους Τούρκους και ξέροντας εκείνοι εμάς και το στιγματισμένο παρελθόν τους, μπορεί κάποτε να χαράξουμε μια ελληνοτουρκική φιλία επάνω σε στέρεες βάσεις.»