Στις 15 Αυγούστου του 1940, περί και περί ώρα 08:30′ λίγο πριν τη λιτάνευση της ιερής εικόνας, και ενώ στη προκυμαία υπήρχε ήδη πολύς κόσμος, υποβρύχιο “εν καταδύσει” πλησίασε τον θαλάσσιο χώρο εξαπολύοντας τρεις τορπίλες κατά του ευδρόμου ΕΛΛΗ, εκ των οποίων μόνο μία έπληξε αυτό, προκαλώντας έκρηξη στο μηχανοστάσιο και πυρπόληση των δεξαμενών πετρελαίου, με 9 νεκρούς και 24 τραυματίες. Οι δε άλλες δύο τορπίλες αστόχησαν και εξερράγησαν στη προκυμαία χωρίς ευτυχώς να προκαλέσουν θύματα. Παρά τις προσπάθειες όμως που κατέβαλε το πλήρωμα τελικά το ΕΛΛΗ βυθίστηκε περίπου μία ώρα μετά στις 09:45΄ και το πλήρωμα αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει πηδώντας στη θάλασσα.
Για καλή τύχη των τραυματισμένων ναυαγών, στην περιοχή βρίσκονταν τα αλιευτικά σκάφη ΠΡΟΠΟΝΤΙΣ και ΕΛΕΝΗ, ιδιοκτησίας Μιχάλη Σπυρ. Πετυχάκη. Αψηφώντας τον κίνδυνο της αναμενόμενης εκρήξεως της Έλλης, ο Καπετάν Μιχάλης Πετυχάκης έδωσε σήμα στα σκάφη του να προσεγγίσουν και να περισυλλέξουν 24 τραυματίες ναυαγούς προτού υπάρξουν περισσότερα θύματα. Για την ηρωική του πράξη τιμήθηκε μαζί με το πλήρωμα του από τον Βασιλιά Γεώργιο και την Ελληνική κυβέρνηση με Τιμητική Ευαρέσκεια.
Στη συνέχεια το υποβρύχιο απομακρύνθηκε χωρίς να καταστεί γνωστή η ταυτότητά του. Από την έρευνα που διενεργήθηκε στη συνέχεια από πραγματογνώμονες αξιωματικούς του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, επί των θραυσμάτων των τορπιλών που είχαν εκραγεί στη προκυμαία, διεπιστώθη αμέσως ότι επρόκειτο για ιταλικές τορπίλες.
Η τότε ελληνική κυβέρνηση (του Ι. Μεταξά) τήρησε απόλυτα μυστική την πραγματογνωμοσύνη εκείνη, (η οποία τελικά δημοσιεύτηκε με φωτογραφίες δύο ημέρες μετά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, δηλαδή στις 30 Οκτωβρίου του 1940), αλλά και με ταυτόχρονη απαγόρευση στον τύπο για οποιοδήποτε υπαινιγμό εθνικότητας του υποβρυχίου. Παρά ταύτα όμως από την πρώτη στιγμή η ελληνική κοινή γνώμη ουδεμία αμφιβολία έτρεφε περί της εθνικότητας των υπευθύνων.
Ο τότε πρέσβης της Ιταλίας στην Αθήνα κόμης Εμμανουέλε Γκράτσι στα απομνημονεύματά του αλλά και σε ενυπόγραφο άρθρο του που δημοσίευσε η ιταλική εφημερίδα “Τζιορνάλε ντελ Ματτίνο” (φ. 19-8-1945) αποκαλύπτει ότι αν και η Ιταλία ουδέποτε ομολόγησε επίσημα την άνανδρη και “πειρατική” εκείνη πράξη υποβρυχίου της, εν τούτοις το υποβρύχιο ήταν ιταλικό που διατάχθηκε να κινηθεί επί τούτου από την ιταλική βάση υποβρυχίων Λέρου κατά διαταγή του Γενικού Διοικητή Δωδεκανήσου Ντε Βέκι, που ήταν μέλος της φασιστικής τριανδρίας, που γνώριζε ότι εθιμικά στην Τήνο την ημέρα αυτή θα υφίστατο ελληνικό πολεμικό πλοίο. Έτσι απέπλευσε το υποβρύχιο στο οποίο μετά και από μια αεροπορική αναγνώριση δόθηκε η εντολή του τορπιλισμού. Βέβαια ο Ντε Βέκι ενήργησε κατ’ εντολή του ίδιου του Μπενίτο Μουσολίνι.
Στο σημείο αυτό ο κόμης Γκράτσι δίνει ακόμη μια εξήγηση της αψυχολόγητης εκείνης ενέργειας του Μουσολίνι που πολύ πιθανόν να οφειλόταν σε δική του τηλεγραφική του αναφορά που είχε υποβάλει από την Αθήνα, στο ιταλικό υπουργείο εξωτερικών, δύο ημέρες πριν, στις 13 Αυγούστου, κατά την οποία ο Γκράτσι βεβαίωνε ότι η ελληνική κυβέρνηση (σύμφωνα με άποψη του Ι. Μεταξά) δεν μπορεί να λάβει θέση ενάντια της Αγγλίας που ήδη κυριαρχεί στην Ανατολική Μεσόγειο. Το τηλεγράφημα αυτό, πάντα κατά τον Γκράτσι, πιθανόν να το διάβασε ο Μουσολίνι στο Παλάτσο Βενέτσια την ίδια ημέρα το βράδυ ή το πολύ την επομένη το πρωί και του προκάλεσε έκρηξη παραφοράς δίνοντας αμέσως εντολή στον Ντε Βέκι να αποδείξει αμέσως στον Μεταξά “ποιος είχε πράγματι την κυριαρχία της Ανατολικής Μεσογείου”.