“Εφυγε” από την ζωή ο ταλαντούχος ζωγράφος Δήμος Σκουλάκης. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939 και καταγόταν από τα Χανιά και την Ανατολική Θράκη. Γόνος μεσοαστικής οικογένειας, έζησε στη συνοικία Κυπριάδου (πλατεία Παπαδιαμάντη) στα Πατήσια. Ο πατέρας του – καπετάνιος στα καράβια – επειδή φιλοδοξούσε να δει τον γιο του στρατιωτικό, τον κατηύθυνε στην Στρατιωτική Σχολή, ενώ τον απέτρεπε έντονα και αυστηρά να ασχοληθεί με την ζωγραφική. Aντίθετα σπουδαίο ρόλο έπαιξε η θεία του Σοφία που έζησε για λίγα χρόνια στο Παρίσι δίπλα σε γνωστούς ζωγράφους της εποχής και του μετέφερε τις εμπειρίες της, αλλά και η θεία του, Κατίνα Παπαστεφάνου που του έδωσε την ευκαιρία να παρευρεθεί σε ενδιαφέροντα καλλιτεχνικό περίγυρο και να έρθει σε επαφή, μεταξύ των άλλων, και με το ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη, τον πρώτο πραγματικό καλλιτέχνη στον οποίο τόλμησε να δείξει τις ζωγραφικές του απόπειρες και ο εκείνος τον προέτρεψε να σπουδάσει ζωγραφική.
Μεγάλωσε κοντά σε ένα πλούσιο καλλιτεχνικό περίγυρο με ποικίλες πρώτες αναφορές και αισθητικές προκλήσεις. Οι Δ. Πικιώνης, Σπ. Παπαλουκάς, Φ. Κόντογλου, Γ. και Ε. Βακαλό, Ου. Αργυρός, Μ. Ματσάκης είναι μερικές από τις συναναστροφές του. Οι πρώτες του διδαχές ήταν κοντά στον Κόντογλου και τον Παπαλουκά, ο οποίος έθεσε τις βάσεις της ζωγραφικής μέσω του σχεδίου. Έφυγε στο Παρίσι, όπου ήρθε σε επαφή με τον ελληνικό κύκλο διανοουμένων και καλλιτεχνών Θ. Τσίγκο, Γκανά, Μ. Αργυράκη, Α. Ακριθάκη. Ωστόσο επειδή θεωρούσε ότι το κλίμα τον έβγαζε έξω από τον σκοπό του, επεστρέψε μετά από ένα χρόνο στην Ελλάδα για να παρακολουθήσει μαθήματα σχεδίου στο ατελιέ του Πάνου Σαραφιανού. Το 1959 εισήχθη στο προκαταρτικό τμήμα της Σχολής, με δάσκαλο το Γ. Μαυροειδή και την επόμενη χρονιά στο ατελιέ του Γ. Μόραλη, με τον οποίο έμαθε να βλέπει την ουσία της ζωγραφικής. Από το 3ο έτος παρακολούθησε συγχρόνως μαθήματα σκηνογραφίας και διακοσμητικής στο εργαστήριο του Β. Βασιλειάδη ο οποίος σύντομα τον έκανε βοηθό του.
Παράλληλα με τις προκαταρτικές σπουδές του για την Σχολή Καλών Τεχνών, εργάστηκε στο θέατρο Ροντήρη στον Πειραιά ως μπογιατζής σκηνικών. Το 1966 δημιούργησε το πρώτο του σκηνικό για το έργο της Κ. Μητροπούλου “Η Εκτέλεση”, που ανέβηκε στο θέατρο Πορεία, από το θίασο Μαριέττας Ριάλδη. Το 1967, σε συνεργασία με το Σ. Χαρατσίδη σχεδίασε κοστούμια για τον «Ερρίκο» του Πιραντέλο στο Εθνικό Θέατρο, με πρωταγωνιστές το Δ. Χορν και την Ε. Χατζηαργύρη. Παράλληλα εργαζόταν στο περιοδικό “Ταχυδρόμος” ως γελοιογράφος, καθώς και στην Επιθεώρηση Τέχνης και στον εκδοτικό οίκο “Θεμέλιο”. Λίγο αργότερα εργάστηκε στην εφημερίδα “Αυγή”, μέχρι να μετατεθεί στο απογευματινό φύλλο της Αριστεράς “Δημοκρατική Αλλαγή”. Στα χρόνια των σπουδών του τον απασχόλησε η κοινωνική και πολιτική ζωή του κόσμου. Ενταγμένος ήδη στη νεολαία της ΕΔΑ, πρωτοστάτησε μαζί με άλλους αριστερούς φοιτητές στην επανίδρυση του συλλόγου σπουδαστών της ΑΣΚΤ, που είχε καταργηθεί τα χρόνια του Εμφυλίου. Το 1967, μετά την επιβολή της δικτατορίας, πέρασε στην παρανομία και εντάχθηκε στο ΠΑΜ. Το 1968 διέφυγε στο εξωτερικό και συμμετείχε στα γεγονότα του Μάη 1968. Μετά το Μάη πήγε στον Καναδά, όπου μαζί με το δημοσιογράφο Δ. Γκιώνη εργάσθηκε στην εφημερίδα της ομογένειας “Ελληνκός Ταχυδρόμος” του Μοντρεάλ. Επόμενος προορισμός του ήταν η Ν. Υόρκη, όπου γνώρισε με προσωπικότητες όπως οι Αndy Warhol και Roy Linchtenstein.
Επέστρεψε στο Παρίσι και εργάστηκε δίπλα στον Γ. Τσαρούχη, όπου γνώρισε τους Έλληνες εξόριστους πολιτικούς και συνέβαλε στην επανίδρυση του Επαναστατικού Κομμουνιστικού Κινήματος Ελλάδας (ΕΚΚΕ). Συνέχισε τα ταξίδια του πηγαίνοντας στο Λονδίνο, στο Μπόχουμ και το Βερολίνο. Μετά την Μεταπολίτευση επέστρεψε στην Ελλάδα. Η πολιτική αλλά και οι περιπλανήσεις του τον απογοήτευσαν, και σε συνεργασία και την στήριξη της συζύγου του Αθηνάς Ραπίτου, έθεσε σε σε πρώτο πλάνο την ζωγραφική. Στο Μοντρεάλ εξέδωσε και το μοναδικό του βιβλίο με πολιτικές γελοιογραφίες “Ο Τρελλός και οι Άλλοι”. Mε την βοήθεια του Ελληνοκαναδικού Βήματος, έφτιαξε το ομώνυμο άλμπουμ με 75 αντιχουντικές γελοιογραφίες, τα έσοδα του οποίου διετέθησαν για τις οικογένειες των πολιτικών εξόριστων. Είχε πραγματοποιήσει δεκάδες ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει τιμηθεί για την δηκτική τόλμη της πολιτικής των γελοιογραφιών τού με το δεύτερο βραβείο του Υπουργείου Τύπου το 1965. Έχει πάρει στο Σπολέτο της Ιταλίας το βραβείο Messagero 1985