Φαραντούρη Μαρία

Γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου του 1947 στην Αθήνα. Μια σκληρή εποχή για την Ελλάδα και τον κόσμο, που μετρούσαν ακόμη τις πληγές τους από τον πόλεμο και τη γερμανική κατοχή.

farantouri_enΣε μια εκδήλωση του ΣΦΕΜ, το 1963, την άκουσε ο Μίκης Θεοδωράκης να τραγουδά ένα δικό του τραγούδι, τον Καημό. Ήταν τόσο βαθειά η εντύπωση που του προκάλεσε η νεαρή τραγουδίστρια, ώστε στο τέλος της συναυλίας τη συνάντησε στα παρασκήνια και της είπε: “Το ξέρεις ότι έχεις γεννηθεί για να τραγουδάς τα τραγούδια μου;” “Το ξέρω”, ήταν η άμεση απάντηση της δεκαεξάχρονης Μαρίας. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, με την παύση του σχολείου για τις θερινές διακοπές, η Μαρία αποτέλεσε μέλος του γκρουπ Θεοδωράκη. Δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Ντόρα Γιαννακοπούλου και τη Σούλα Μπιρμπίλη, η Μαρία γνώρισε για πρώτη φορά τον μαγικό κόσμο των συναυλιών.

Σύντομα η φωνή της ήταν παρούσα και στα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα. Στις πορείες ειρήνης ακουγόταν ένα νέο έργο του Θεοδωράκη, το Ένας Όμηρος, απ’ όπου και το Γελαστό Παιδί, ένα τραγούδι που η Μαρία με τη μαχητική της νιότη έκανε γνωστό στο πανελλήνιο και στη συνέχεια σε όλον τον κόσμο.

Την ίδια εποχή, η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής ανέβαζαν και πάλι στην Επίδαυρο τις Φοίνισσες του Ευριπίδη, για τις οποίες ο Θεοδωράκης είχε γράψει τη μουσική. Οι πρόβες τους, τις οποίες ανελλιπώς παρακολουθούσε η νεαρή μαθήτρια, αποτέλεσαν για εκείνη σχολείο φωνητικής εξάσκησης και μουσικής έκφρασης.

Στα 1966, κυκλοφόρησε το soundtrack της ταινίας του Χαρίλαου Παπαδόπουλου Το νησί της Αφροδίτης, τη μουσική του οποίου υπέγραφε ο Μίκης Θεοδωράκης. Από εκεί και η πρώτη ηχογράφηση της Μαρίας σε τραγούδι του Θεοδωράκη, το Ματωμένο Φεγγάρι, σε ποίηση Νίκου Γκάτσου. Λίγο ενωρίτερα, την είχε καλέσει ο συνθέτης στο σπίτι του και της είχε παίξει στο πιάνο το πρώτο έργο που είχε γράψει για τη φωνή της: τη Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν, σε ποίηση Ιάκωβου Καμπανέλλη, έργο που ταυτίστηκε όσο κανένα άλλο με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, κάνοντας τον γύρο του κόσμου.

Πολύ σύντομα, ο συνθέτης της έγραψε και Έξι Τραγούδια, τα οποία αργότεραο ονόμασε Κύκλο Φαραντούρη, τιμώντας την κύρια ερμηνεύτριά του. Σε κανέναν άλλο τραγουδιστή ή τραγουδίστρια δεν αφιέρωσε ονομαστικά ο συνθέτης κύκλο τραγουδιών, παρά το γεγονός, ότι πολλά έργα του τα έγραφε για συγκεκριμένες ανδρικές ή γυναικείες φωνές.

Ως αναπόσπαστο μέλος του γκρουπ Θεοδωράκη, που έδινε συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, η Μαρία επισκέφθηκε και τη Σοβιετική Ένωση. Εκεί την άκουσε ο σπουδαίος Ρώσος μουσουργός Άραμ Ίλυτς Χατσατουριάν, ο οποίος της ζήτησε να μείνει στη Μόσχα για μουσικές σπουδές. Όμως, η Μαρία ακολούθησε τον Έλληνα συνθέτη στο μουσικό του οδοιπορικό. Μνημειακό θα χαρακτηριζόταν σήμερα το βινύλιο που κυκλοφόρησε το 1966 στην ΕΣΣΔ, ζωντανή ηχογράφηση των συναυλιών που δόθηκαν εκεί.

Στο πλευρό του Θεοδωράκη, που μεταμόρφωσε ριζικά τη σύγχρονη ελληνική μουσική και ιδιαίτερα το τραγούδι, η Μαρία Φαραντούρη έκανε γνωστούς στο ελληνικό κοινό τους νομπελίστες Σεφέρη και Ελύτη και τους άλλους μείζονες ποιητές. Αυτό το μουσικό – πολιτιστικό κίνημα αναπτύχθηκε μέχρι το στρατιωτικό πραξικόπημα του ’67. Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας η μουσική του Θεοδωράκη απαγορεύθηκε και ο ίδιος, μετά από τέσσερις μήνες καταδίωξης, συνελήφθη.

 

Ο διεθνής Τύπος την ονόμασε Μαρία Κάλλας του λαού (The Daily Telegraph), Joan Baez της Μεσογείου (Le Monde), ενώ χαρακτήρισε τη φωνή της Δώρο των θεών του Ολύμπου (The Guardian), αφιερώνοντάς της εκτενείς διθυραμβικές κριτικές, που εξήραν όχι μόνο τα φωνητικά προσόντα και τη σεμνή σκηνική της παρουσία, αλλά, επίσης, το ήθος και την κοινωνική δραστηριοποίησή της.

Τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα, η Μαρία υπήρξε μια εντελώς νέα μορφή τραγουδίστριας – αγωνίστριας και συνειδητοποιημένης γυναίκας.

Με τις συναυλίες της στην Ευρώπη και στην Αμερική, καθώς και με ηχογραφήσεις, που ακούγονταν από το BBC και τη Deutsche Welle, κράτησε ζωντανή τη μουσική του Θεοδωράκη. Εκείνος (σε εξορία, τότε, στην ορεινή Ζάτουνα) της διοχέτευε μυστικά κασέτες με πρόχειρες ηχογραφήσεις των νέων έργων του – με τη φωνή του και τον ίδιο στο πιάνο.

Η Μαρία έβρισκε τους κατάλληλους συνεργάτες για τις ενορχηστρώσεις και την πραγματοποίηση συναυλιών και ο Θεοδωράκης άκουγε το αποτέλεσμα από τα βραχέα, σε τρανζιστοράκι που είχε αποκρύψει από τους δεσμοφύλακές του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες άκουσε για πρώτη φορά την Κατάσταση Πολιορκίας, σε μετάδοση από το Roundhouse του Λονδίνου. Μια ιστορική συναυλία, στην οποία συνέβαλαν πλήθος καλλιτεχνών, από τον Μίνω Βολανάκη έως τους ηθοποιούς του μιούζικαλ Hair, που σε μια ανάπαυλα των παραστάσεών τους έσπευσαν να στηρίξουν τον αγώνα των Ελλήνων συναδέλφων τους.

Σ’ αυτούς τους καιρούς, η Μαρία γνώρισε τον Τηλέμαχο Χυτήρη, ποιητή και φοιτητή της φιλοσοφικής στη Φλωρεντία, όταν πήγε εκεί για συναυλία που είχαν διοργανώσει οι Έλληνες φοιτητές. Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο μετέπειτα γάμος τους και η απόκτηση ενός γιου απέδειξαν ότι το ζευγάρι είχε συνδεθεί εφ’ όρου ζωής.

Την ίδια εποχή άρχισε η συνεργασία της με τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος συνέθετε τότε την Εποχή της Μελισσάνθης, ένα έργο βιωματικό για τον ίδιο, που αναφερόταν στους χαλεπούς καιρούς της δικής του νιότης, στα ανοιχτά τραύματα που είχε αφήσει η γερμανική κατοχή και που αναζωπυρώνονταν, υποδαυλισμένα από τα νέα πλήγματα που κατέφερε στην Ελλάδα το στρατιωτικό καθεστώς. Κεντρικό ρόλο σ’ αυτό το έργο ο Μάνος Χατζιδάκις επεφύλαξε για τη Μαρία, εξ ου και έδωσε τον υπότιτλο Μια μουσική ιστορία με την Μαρία Φαραντούρη.

Το έργο θα ολοκληρωνόταν χρόνια αργότερα, αλλά η μουσική σχέση της Μαρίας με τον Μάνο είχε ήδη αρχίσει να διαγράφει μια δημιουργική πορεία.

Χάρη στην παρέμβαση του Μάνου Χατζιδάκι, το 1972, κατέστη δυνατόν να έλθει στην Ελλάδα για τον ύστατο αποχαιρετισμό στον πατέρα της, που έφυγε στα χρόνια της δικτατορίας. Η άδεια που της παραχωρήθηκε ήταν 48ωρη, λες και δυο μέρες αρκούσαν για έναν θρήνο! Τότε, ωστόσο, άρκεσαν και χώρεσαν και μια επίσκεψή της αστραπή στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, εκεί όπου ο παλμός των αρχαίων προγόνων χτυπούσε πάντα ελεύθερος – μια ανάσα ελεύθερης Ελλάδας και επιστροφή στην αυτοεξορία.

Παράλληλα με τις συναυλίες της, η Μαρία ηχογραφούσε δίσκους που έφθαναν κρυφά στην Ελλάδα -μέσα σε διαφορετικά εξώφυλλα- για να δώσουν θάρρος και ευψυχία στους αγωνιστές. Έτσι, εν κρυπτώ και παραβύστω, μεταφέρθηκαν εκτός Ελλάδος και οι ταινίες με το ηχητικό υλικό της Μεγάλης Αγρύπνιας, του πρωτόλειου έργου της νεοεμφανιζόμενης -τότε- συνθέτριας Ελένης Καραΐνδρου, σε ποίηση Κώστα Γεωργουσόπουλου. Η Μαρία πρόσθεσε τη φωνή της σε ένα λονδρέζικο στούντιο, τοποθετώντας τη σφραγίδα της στον μοναδικό κύκλο τραγουδιών της Καραΐνδρου, καταξιωμένης -σήμερα- συνθέτριας κινηματογραφικής μουσικής. Έτσι άρχισε και η φιλία τους.

Λίγο αργότερα, σε μια περιοδεία της στην Αμερική, γνώρισε στη Νέα Υόρκη τη Φλέρυ Νταντωνάκη, με την οποία συνδέθηκε με βαθειά φιλία, έως το βασανισμένο τέλος της Φλέρυς το καλοκαίρι του 1998.

Με την πτώση της χούντας ο Μίκης Θεοδωράκης και η Μαρία Φαραντούρη επέστρεψαν στην Ελλάδα, όπου έδωσαν στιγμές έντονης συγκίνησης στο ελληνικό κοινό, μετά από επτά χρόνια βίας και ψυχαναγκασμού. Εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες ήταν μόνον όσοι παρακολούθησαν το Canto General του Θεοδωράκη στο Στάδιο Καραϊσκάκη. Ένα έργο που η Μαρία με τον εξέχοντα συνάδελφο της Πέτρο Πανδή σφράγισαν με την ερμηνεία τους και που είχαν την ευκαιρία μερικά χρόνια ενωρίτερα, όταν το συνέθετε ο Θεοδωράκης στο Παρίσι, να κάνουν τις δοκιμές παρουσία του δημιουργού του, ποιητή Pablo Neruda.

Με συνειδητές επιλογές η Μαρία Φαραντούρη επέτυχε από νωρίς να έχει καλλιτεχνική αυτονομία, ως μία αυτόφωτη καλλιτεχνική οντότητα, που μπορούσε πλέον να ελιχθεί σε διαφορετικά είδη τραγουδιού. Αρωγός της και η Έλλη Νικολαΐδη, η οποία έγινε πολύτιμη δασκάλα για τη μουσική εξάσκηση της Μαρίας. Πάντα πιστή στον δρόμο που είχε χαράξει έως τότε, με γνώμονα την ποιότητα και την υψηλή αισθητική, άρχισε ν’ ανοίγει το ρεπερτόριό της μετά το 1976. Εκεί, άλλωστε, την οδηγούσε η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, μετά από επτά χρόνων παραμονή στο εξωτερικό.

Έγινε πηγή έμπνευσης και για ξένους καλλιτέχνες, που άκουγαν τις ηχογραφήσεις της και καταπιάνονταν με τα τραγούδια που είχε τραγουδήσει, δίνοντας τη δική τους διάσταση. Το ροκ συγκρότημα Savage Republic διασκεύασε μέρη από την Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν και το έργο Ένας Όμηρος, ενώ ο κιθαρίστας της τζαζ Nels Cline της αφιέρωσε έναν αυτοσχεδιασμό επάνω στην Παντέρμη από το Romancero Gitano του Lorca, με τίτλο Maria Alone (For Maria Farandouri).

Στις 23 Σεπτεμβρίου 2004, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος επιβράβευσε την προσφορά της Μαρίας Φαραντούρη στο ελληνικό τραγούδι, απονέμοντάς της τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος.

Πηγή: www.farantouri.gr