Το Μεγάλο Σάββατο, οι πιστοί αρχίζουν να προετοιμάζονται για το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης. Ήδη από το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου ψάλλεται ο μεγάλος Εσπερινός και ακούγεται για πρώτη φορά το “Ανάστα ο Θεός, κρίναι την γην”.
Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί, κατά την διάρκεια της λειτουργίας και την στιγμή που ο ιερέας θα πει το «Ανάστα ο Θεός», οι πιστοί θα κτυπήσουν τους σκάμνους και τα μαύρα ρούχα που καλύπτουν τις εικόνες θα πέσουν. Το Μεγάλο Σάββατο η Εκκλησία μας βρίσκεται στην προσδοκία της Ανάστασης.
Το σώμα του Χριστού έχει ταφεί, χωρίς όμως να γνωρίζει την φθορά που γνωρίζουν όλοι οι νεκροί, καθώς παραμένει ενωμένο με την θεότητα, ενώ η ψυχή του Χριστού βρίσκεται στην κόλαση, στο χώρο του θανάτου, όπου κηρύττει την μετάνοια. Ο Θεάνθρωπος Χριστός ολοκληρώνει το έργο της Θείας Οικονομίας, που είναι η ανάσταση όλης της Δημιουργίας και όλων των ανθρώπων, κι αυτών που ήταν εν ζωή, αλλά και αυτών που είχαν πεθάνει πριν τον ερχομό του Ιησού στον κόσμο. Ο έσχατος εχθρός του ανθρώπου, ο θάνατος, νικιέται δια του θανάτου του Χριστού, και όλα κινούνται στην προσδοκία της Ανάστασης, της γνήσιας ελευθερίας.
Σ’ έναν από τους πιο όμορφους ύμνους, που ολοκληρώνουν την ακολουθία του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, διαβάζουμε τα εξής θαυμάσια λόγια: “Δεύτε ίδωμεν την ζωήν ημών εν τάφω κειμένην, ίνα τους εν τάφοις κειμένους ζωοποιήση. δεύτε σήμερον, τον εξ Ιούδα υπνούντα θεώμενοι, προφητικώς αυτώ εκβοήσωμεν. Αναπεσών κεκοίμησαι ως λέων. τις εγερεί σε, βασιλεύ; αλλ’ ανάστηθι αυτεξουσίως, ο δους σεαυτόν υπέρ ημών εκουσίως. Κύριε, δόξα σοι”. Το ποιητικό αυτό κείμενο αποτυπώνει το απόσπασμα της Παλαιάς Διαθήκης, που αναφέρεται στον Ιακώβ. Ο Χριστός κοιμάται σαν το λιοντάρι, έτοιμος να ξυπνήσει, να αναστηθεί, να φέρει στον κόσμο την ελπίδα, τη χαρά της νίκης, την συντριβή του θανάτου, να φέρει στην ιστορία το πιο σπουδαίο μήνυμα, που άλλο ανώτερο δεν υπάρχει: ότι πλέον είμαστε ελεύθεροι και από το θάνατο.
Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί γιορτάζουμε
1. Την Ταφή του Κυρίου «την θεόσωμον ταφήν» και
2. Την Κάθοδο Του στον Άδη «την εις άδου κάθοδον», όπου κήρυξε σε όλους τους νεκρούς
Η ταφή βέβαια έγινε τα απόγευμα της Μ. Παρασκευής. Όμως η Εκκλησία έκρινε ορθό να αφιερώσει ιδιαίτερη μέρα προς τιμήν και μελέτη του μυστηριώδους αυτού γεγονότος.
Ο Χριστός αναπαύεται μέσα στον τάφο, όπως «αναπαύθηκε» όταν πρωτοδημιούργησε τον κόσμο την έβδομη μέρα. Όμως αναπαύεται ως θεάνθρωπος. Το πανάχραντο σώμα Του θάβεται στον τάφο, αλλά πνευματικά ο ίδιος μεταβαίνει στον Άδη και συνεχίζει το σωτηριώδες έργο του. Καλεί κοντά Του όλους τους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, από τον Αδάμ και την Εύα μέχρι τους έσχατους ανθρώπους του Θεού, ώστε να μην λείψει κανείς από το παγκόσμιο προσκλητήριο της σωτηρίας, που είναι τελικά μια αναδημιουργία του κόσμου και ολοκλήρωσης της ανθρωπότητας. Η κάθοδος αυτή ήταν το τελειωτικό χτύπημα κατά του θανάτου. Γι’ αυτό ψέλνουμε χαρακτηριστικά: «Ότε κατήλθες πρός τον θάνατον, η ζωή η αθάνατος, τότε τόν άδην ενέκρωσας τη αστραπή της θεότητος”.
Το πρωί του Μεγ. Σαββάτου τελείται η Θ. Λειτουργία του Μεγ. Βασιλείου. Ύστερα διαβάζονται οι Προφητείες για την Ανάσταση και ψέλνεται ο Ύμνος των Τριών Παίδων («Τον Κύριον υμνείτε και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας»). Αποβραδίς έχουν αλλάξει όλα τα πένθιμα καλύμματα του ναού και έχει στολισθεί με κόκκινα, αναστάσιμα. Στο μέσον του ναού, έχει στηθεί το «μπαρδακί», με το προσκυνητάρι και με «μανάλια» για κεριά.
Ο Χριστός αναπαύεται στον τάφο σωματικά. Ο Χριστός κηρύττει στον Άδη τη Ζωή. Και θα αναστηθεί ως ο λέων, αυτεξουσίως, και θα τραβήξει μαζί Του όσους τον πίστεψαν, αλλά και όσους τον πιστεύουν, όσους τους αγγίζει το μήνυμα, το πρόσωπο, η κοινωνία μαζί Του. Ελευθερωνόμαστε από το θάνατο, χάρις στον θάνατο του Σωτήρα. Όλα πλέον είναι διαφορετικά. Δεν φοβόμαστε το θάνατο, γιατί θα μας πάει σ’ Αυτόν που μας αγαπά και αγαπούμε. Και θα περιμένουμε την Δευτέρα Παρουσία, για να γευτεί και το σώμα μας, αυτή την ανεκλάλητη χαρά. Αυτή την ανεκλάλητη ελευθερία. Αυτή την ανεκλάλητη αιώνια ζωή.
Στο Μεγάλο Σάββατο βρίσκονται τα σώματα των ανθρώπων που έφυγαν από αυτή τη ζωή. Μα όσοι ζούμε την πίστη, όσοι αγαπούμε, όσοι συγχωρούμε, όσοι κοινωνούμε έχουμε μπει ήδη στην ογδόη ημέρα. Την ημέρα της Εκκλησίας. Την Ημέρα της Ανάστασης. Την Κυριακή, την ημέρα του Κυρίου…
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, όλα τα φώτα της εκκλησίας σβήνουν και πέφτει παντού σκοτάδι. Στις 12 το βράδυ, ο ιερέας ψάλλει το “Δεύτε λάβετε φως” και βγαίνει με τη λαμπάδα του αναμμένη μέσα από την Ωραία Πύλη και δίνει φως στους εκκλησιαζόμενους.
Στη συνέχεια οι πιστοί βγαίνουν έξω από την εκκλησία, όπου ο παπάς διαβάζει το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως και μόλις τελειώσει ψάλλει το “Χριστός Ανέστη…” Αμέσως μετά αρχίζουν να πέφτουν πυροτεχνήματα και βεγγαλικά. Μετά την Ανάσταση, οι πιστοί μεταφέρουν στο σπίτι τους το Αγιο Φως. Στην είσοδο του σπιτιού τους, κάνουν, με τον καπνό της λαμπάδας, το σχήμα του σταυρού.
Μετά ανάβουν το καντήλι και προσπαθούν να το κρατήσουν τουλάχιστον τρεις με σαράντα ημέρες. Στη συνέχεια κάθονται στο Πασχαλινό τραπέζι για να φάνε την πατροπαράδοτη μαγειρίτσα (σούπα από αρνίσια ή βοδινά εντόσθια). Τσουγκρίζουν κόκκινα αυγά και τρώνε κουλούρια και τσουρέκια. Για να φτιάξουν τις λαμπρόπιτες, βάζουν ζυμάρι μέσα σε στρογγυλό ταψί, και φτιάχνουν κάτι σαν πηγάδι μέσα στη μέση της ζύμης, το γεμίζουν με γέμιση από τυρί και αυγά και τις αλείφουν με αυγό πριν τις ψήσουν.
Στα Καλάβρυτα – “Τις λαμπάδες του ναού ανάβουν κατά οικογένειες, ενώ ψάλλουν το “Δεύτε λάβετε φως”.
Στο Ραψομάτι Αρκαδίας – “Πρώτη παίρνει φως μια νιόνυφη και φιλάει το χέρι του παπά και τον δίνει το τσιμπιλχανέ” (χρήματα).
Στην Αθήνα – Τα κορίτσια ανάβουν την λαμπάδα τους από λαμπάδα κάποιου άντρα, για να παντρευτούν.
Στη Χίο, όταν ο παπάς διαβάζοντας το Ευαγγέλιο λέει: “και σεισμός εγένετο μέγας” και ψάλλεται το Χριστός Ανέστη, η ατμόσφαιρα δονείται από τις κωδωνοκρουσίες, τους πυροβολισμούς, τους κρότους των κροτίδων και πυροτεχνημάτων. Μερικές φορές στόχος των κροτίδων που εκσφενδονίζονται είναι ο ίδιος ο παπάς.
Στην Κορώνη της Μεσσηνίας ένα πραγματικό πανδαιμόνιο γίνεται στους δρόμους, όπου πολλοί σπάνε πήλινα κανάτια, όπως λένε στη Ζάκυνθο, “για τη χάρη του Χριστού και την πομπή των Οβραίων”, αλλά στην ουσία, για την εκφόβιση των δαιμόνων που αντιμάχονται την Ανάσταση του Σωτήρος.
Στη Σινώπη, οι πιστοί δεν λησμονούν το πάθος τους κατά του Ιούδα και όταν πει ο παπάς το Χριστός Ανέστη, τότε θα πάρει ο καθένας από κάτω ένα δαφνόφυλλο να το κάψει, γιατί η δάφνη είναι καταραμένο δέντρο. (από τη δάφνη κρεμάστηκε ο Ιούδας)
Στην Κέρκυρα, το Μεγάλο Σάββατο γεμίζουν στην αγορά ένα κάδο με νερό και τον στολίζουν με πρασινάδες και λουλούδια. Όποιος περάσει από κει πρέπει να ρίξει στη μαστέλα ένα νόμισμα. Και μόλις σημάνουν οι καμπάνες της Ανάστασης, όσοι βρεθούν κατά τύχη εκεί κοντά, παίρνουν νερό από τον κάδο και πλένουν το πρόσωπο και τα χέρια τους, για να καθαριστούν από κάθε βρωμιά και αμαρτία. Συγχρόνως οι γυναίκες δαγκώνουν, στο σπίτι τους, όποιο σιδερένιο αντικείμενο βρουν πρόχειρο, (ένα κλειδί στη Ζάκυνθο), λέγοντας “Σιδερένιο το κεφάλι μου !”.
Στη Φθιώτιδα τη νύχτα που γίνεται η Ανάσταση, ένας Επίτροπος της Εκκλησίας παίρνει μια σκλίδα (καλάμι από βρίζα) αγιασμένη από τον αγιασμό των Φώτων, ανεβαίνει στο καμπαναριό ψηλά και την ανάβει για να προφυλάξουν ολόκληρη την περιοχή από το χαλάζι. Ο τόπος που θα δει το φως αυτής της σκλίδας δεν κινδυνεύει από χαλάζι. Το Aγιο Φως της Ανάστασης, που θα φωτίσει το αγιασμένο από τα Φώτα καλάμι, έχει την δύναμη να προστατεύσει ολόκληρη την περιοχή που θα φωτίσει από το φως της Ανάστασης.
Στη Βινία των Αγράφων την ώρα που θα πει ο παπάς το Χριστός Ανέστη, οι Χριστιανοί καίνε το φανό. Μαζεύουν τα παιδιά ξερά κλαδιά πάνω στο βράχο, που είναι αντίκρυ στο χωριό και λέγεται Σουφλί. Ακούγοντας το πρώτο Χριστός Ανέστη, τρέχουν με τη λαμπάδα στο χέρι (που την άναψαν, όταν ο παπάς είπε “Δεύτε λάβετε φως”) και λαμβάνουν φωτιά στο φανό”.
Στα χωριά της Λήμνου “στη Δευτερανάσταση” πήγαιναν κληματσίδες, τις έστηναν ολόρθες και έβαζαν φωτιά”.
Στη Σύρο το Μεγάλο Σάββατο αρχίζει με το κάψιμο του φανού, στη θέση στην Κιουρά της Πλάκας. Το Πανελλήνιο αυτό έθιμο έχει σχέση με τη δεισιδαιμονία του λαού μας που πιστεύει ότι η καταστροφή του ομοιώματος του προδότη θα τον απαλλάξει από τα όποια δεινά.
Η Ανάσταση του Χριστού είναι και για το λαό σύνθημα αγάπης, το οποίο εκδηλώνεται με τον αμοιβαίο ασπασμό των εκκλησιαζόμενων. Σε μερικούς μάλιστα τόπους το “φίλημα της αγάπης” είτε κατά την νύκτα της Ανάστασης είτε κατόπιν στη Δεύτερη Ανάσταση (τη λεγόμενη και Αγάπη) γίνεται με αρκετή ιεροπρέπεια στην Εκκλησία.
Στα χωριά της Πυλίας, παλαιότερα τη νύχτα της Ανάστασης και στην “Αποκερασά” (β’ Ανάσταση) ένας ένας έβγαιναν από την εκκλησιά και ανασπάζονταν τους άλλους και στεκότανε στην αράδα, για να τον ανασπαστούν κι αυτόν όσοι θα έβγαιναν αργότερα. Έτσι έκαναν μιαν αράδα ως την άκρη. Έδιναν τα χέρια, έλεγαν Χριστός Ανέστη, φιλιόντουσαν και όσοι ήταν μαλωμένοι και θέλανε να συχωρεθούν δέχονταν τη συγχώρεση.
Στα Νένητα της Χίου, κατά την ώρα που ασπάζονταν την εικόνα της Ανάστασης και το Ευαγγέλιο, γινόταν συγχρόνως και ασπασμός μεταξύ των εκκλησιαζόμενων, οι οποίοι αντάλλασσαν και τα στασίδια τους σαν σημείο εγκάρδιας αγάπης.