Η Ρόζα Λούξεμπουργκ γεννήθηκε το 1871 στην Πολωνία σε εβραϊκή οικογένεια. Η Ρόζα είχε ελλιπή σωματική ανάπτυξη και αντιμετώπιζε σωματικές δυσκολίες σε ολόκληρη τη ζωή της.
Μετά την μετακόμιση της οικογένειάς της στη Βαρσοβία, η Ρόζα παρακολούθησε εκεί ένα Γυμνάσιο θηλέων από το 1880. Ακόμα και εκείνη την πρώιμη εποχή ήταν μέλος του «Προλεταριάτου», ενός αριστερού Πολιτικού κόμματος, από το 1886. Το Προλεταριάτο είχε ιδρυθεί το 1882, είκοσι χρόνια πριν από τα Ρωσικά εργατικά κόμματα, και ξεκίνησε με την οργάνωση μιας γενικής απεργίας. Ως αποτέλεσμα, πέντε από τους ηγέτες του εκτελέστηκαν και το κόμμα διαλύθηκε. Μερικά από τα μέλη του κατάφεραν να συναντώνται κρυφά. Η Λούξεμπουργκ ήταν ένα από αυτά τα μέλη.
Αφού απομακρύνθηκε στην Ελβετία λόγω επικείμενης προφυλάκισης το 1889, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, φιλοσοφία, ιστορία, πολιτική, οικονομικά και μαθηματικά ταυτόχρονα.
Το 1890 οι νόμοι του Μπίσμαρκ εναντίον της σοσιαλδημοκρατίας ακυρώθηκαν και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD) είχε τη νόμιμη ικανότητα να διεκδικήσει έδρες στο Ράιχσταγκ. Αλλά παρά την επαναστατική τους ρητορική, τα σοσιαλιστικά μέλη του κοινοβουλίου εστίασαν όλο και περισσότερο στην απόκτηση επιπλέον κοινοβουλευτικών δικαιωμάτων και στον υλικό πλούτο.
Αντιθέτως, η Ρόζα Λούξεμπουρκ έμεινε πιστή στις επαναστατικές Μαρξιστικές της αρχές. Το 1893, μαζί με τους Leo Jogiches και Julian Marchlewski (άλλως γνωστός ως Julius Karski), ίδρυσε την εφημερίδα Sprawa Robotnicza (Εργατική Υπόθεση), σε αντιπολίτευση των εθνικιστικών πολιτικών του Πολωνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Η Λούξεμπουργκ πίστευε πως η ανεξαρτητοποίηση της Πολωνίας θα μπορούσε να έρθει μόνο μέσα από επαναστάσεις στη Γερμανία, την Αυστρία και τη Ρωσία.
Υποστήριξε πως η μάχη θα έπρεπε να είναι ενάντια στον ίδιο τον καπιταλισμό, και όχι για μια ανεξάρτητη Πολωνία. Η Λούξεμπουργκ αρνήθηκε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης για τα έθνη που βρίσκονταν υπό καθεστώς σοσιαλισμού, πράγμα που αργότερα έφερε εντάσεις με τον Βλαντιμίρ Λένιν.
Μαζί με τον Leo Jogiches, συνίδρυσε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Βασιλείου της Πολωνίας (SDKP), που αργότερα έγινε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Βασιλείου της Πολωνίας και της Λιθουανίας (SDKPiL), αφού συνασπίστηκε με την σοσιαλδημοκρατική οργάνωση της Λιθουανίας.
Παρόλο που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής της στη Γερμανία, η Λούξεμπουργκ παρέμεινε η βασική θεωρητικός των Πολωνών Σοσιαλδημοκρατών, και οδήγησε το κόμμα σε συνεργασία με τον Jogiches, τον βασικό του οργανωτή.
Το 1898, η Λούξεμπουργκ απέκτησε Γερμανικά πολιτικά δικαιώματα μέσω του γάμου της με τον Gustav Lübeck, και μετακόμισε στο Βερολίνο. Δραστηριοποιήθηκε στο αριστερό ρεύμα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD), όπου όρισε με οξύτητα το όριο μεταξύ της ομάδας της και της Ρεβιζιονιστικής Θεωρίας του Έντουαρντ Μπέρνσταϊν, επιτιθέμενη του το 1899 σε μια μπροσούρα που τιτλοφορείτο «Κοινωνική μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;». Η ρητορική δεινότητα της Λούξεμπουργκ σύντομα την έκανε ηγετική εκπρόσωπο του κόμματος. Γενικά, κατήγγειλε την αυξανόμενα κομφορμιστική κοινοβουλευτική πορεία του SPD μπροστά στην αυξανόμενα φανερή πιθανότητα πολέμου.
Η Λούξεμπουργκ επέμενε πως η κρίσιμη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου και των εργατών θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνο αν το προλεταριάτο αναλάμβανε την εξουσία και λάμβαναν χώρα επαναστατικές αλλαγές στο συνολικό περιβάλλον των παραγωγικών μεθόδων. Ήθελε να εγκαταλείψουν το SPD οι Ρεβιζιονιστές. Αυτό δεν συνέβη, αλλά τουλάχιστον η ηγεσία του κόμματος από τον Καρλ Κάουτσκυ κράτησε στο πρόγραμμα τον Μαρξισμό, ακόμα κι αν ο βασικός του στόχος ήταν να βελτιώσει τον αριθμό των εδρών που είχε το κόμμα στο Ράιχσταγκ.
Από το 1900 η Ρόζα Λούξεμπουργκ εξέφρασε τις γνώμες της για τα ισχύοντα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα σε διάφορα άρθρα σε εφημερίδες σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι επιθέσεις της στον Γερμανικό μιλιταρισμό και ιμπεριαλισμό έγιναν ισχυρότερες καθώς προείδε την προσέγγιση του πολέμου, και προσπάθησε να πείσει το SPD να κατευθυνθεί στην αντίθετη κατεύθυνση. Η Λούξεμπουργκ ήθελε να οργανώσει μια γενική απεργία για να διεγείρει την αλληλεγγύη των εργατών και να εμποδίσει τον πόλεμο, αλλά η ηγεσία του κόμματος αρνήθηκε, και το 1910 διασπάστηκε από τον Κάουτσκυ.
Μεταξύ του 1904 και του 1906 η δουλειά της διακόπηκε από τρεις περιόδους φυλακής για πολιτικές δραστηριότητες. Παρόλα αυτά, η Λούξεμπουργκ συνέχισε τις πολιτικές της δραστηριότητες. Το 1907 πήρε μέρος στην Πέμπτη Κομματική Μέρα των Ρώσων Σοσιαλδημοκρατών στο Λονδίνο, όπου συνάντησε τον Βλαντιμίρ Λένιν. Στο Δεύτερο Διεθνές (Σοσιαλιστικό) Συνέδριο στην Στουτγάρδη, πρότεινε μια απόφαση, που έγινε δεκτή, όλα τα Ευρωπαϊκά κόμματα εργατών να ενωθούν στις προσπάθειές τους να σταματήσουν τον πόλεμο.
Την περίοδο εκείνη η Λούξεμπουργκ άρχισε να διδάσκει Μαρξισμό και Οικονομικά στο κομματικό εκπαιδευτικό κέντρο του SPD στο Βερολίνο. Ένας από τους μαθητές της ήταν ο μετέπειτα ηγέτης του SPD, πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, Φρίντριχ Έμπερτ. Το 1912 η θέση της ως εκπρόσωπος του SPD έφερε την Λούξεμπουργκ σε συνέδρια των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών όπως αυτό του Παρισιού. Μαζί με τον Γάλλο σοσιαλιστή Ζαν Ζωρές, διαβεβαίωσαν πως σε περίπτωση που ξεσπούσε πόλεμος, τα Ευρωπαϊκά κόμματα εργατών ήταν δεσμευμένα να προχωρήσουν σε γενική απεργία.
Όταν έκανε την εμφάνισή της η κρίση στα Βαλκάνια το 1914, ο πόλεμος έμοιαζε περισσότερο αναπότρεπτος και η Λούξεμπουργκ οργάνωσε διαδηλώσεις (π.χ. στην Φρανκφούρτη) καλώντας σε αντίρρηση συνείδησης για στρατιωτικές υπηρεσίες και σε άρνηση εκτέλεσης οδηγιών. Εξαιτίας αυτού, κατηγορήθηκε για «παρακίνηση σε ανυπακοή εναντίον του “νόμου και τάξης” της εξουσίας» και καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκισης.
Η φυλάκισή της όμως δεν ξεκίνησε αμέσως και έτσι είχε τη δυνατότητα να πάρει μέρος σε μια συνάντηση του Σοσιαλιστικού Γραφείου τον Ιούλιο. Απογοητεύτηκε εκεί όταν είδε πως ο εθνικισμός των εργατικών «κομμάτων» ήταν δυνατότερος από την ταξική τους συνείδηση. Στις 28 Ιουλίου ξεκίνησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος όταν η Αυστρο-Ουγγαρία κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία. Στις 3 Αυγούστου του 1914 η Γερμανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία. Την επόμενη μέρα, το Ράιχσταγκ ομόφωνα συμφώνησε να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο με πολεμικά δάνεια. Όλοι οι εκπρόσωποι του SPD ψήφισαν υπέρ του λογαριασμού αυτού και επίσης το κόμμα συμφώνησε σε μια ανακωχή («Burgfrieden») με την κυβέρνηση, υποσχόμενο να απέχει από οποιαδήποτε απεργία στη διάρκεια του πολέμου. Για την Λούξεμπουργκ, αυτό ήταν μια προσωπική καταστροφή που την οδήγησε να σκεφτεί για λίγο ακόμα και την αυτοκτονία: Ο Ρεβιζιονισμός, εναντίον του οποίου είχε πολεμήσει από το 1899, είχε θριαμβεύσει και ο πόλεμος βρισκόταν εν εξελίξει.
Μαζί με τον Καρλ Λίμπκνεχτ και μερικούς άλλους όπως οι Κλάρα Τσέτνικ και Φραντς Μέρινγκ, η Λούξεμπουργκ δημιούργησε την ομάδα Internationale στις 5 Αυγούστου 1914. Αυτή έγινε η Σπαρτακιστική Ομοσπονδία την 1 Ιανουαρίου 1916. Δημιούργησαν έναν αριθμό παρανόμων φυλλαδίων με την υπογραφή «Σπάρτακος» (Spartacus) από το όνομα του Θράκα μονομάχου που προσπάθησε να απελευθερώσει σκλάβους από τους Ρωμαίους. Η ίδια η Λούξεμπουργκ πήρε το όνομα «Junius» από τον Λούκιους Γιούνιους Βρούτους, πού λέγεται πως ίδρυσε την Ρωμαϊκή Δημοκρατία.
Η ομάδα απέρριψε την «παύση πυρός» του SPD με την Γερμανική κυβέρνηση υπό τον Κάιζερ Βίλχελμ ΙΙ στο ζήτημα της υποστήριξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και πολέμησε σφόδρα εναντίον του, προσπαθώντας να οδηγήσει μια γενική απεργία. Ως αποτέλεσμα, μέχρι τις 28 Ιουνίου του 1916 η Λούξεμπουργκ καταδικάστηκε σε φυλάκιση δυόμιση ετών, περίπου την ίδια περίοδο όπως και ο Καρλ Λίμπκνεχτ. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στη φυλακή μετατέθηκε δύο φορές, πρώτα στο Πόζναν και μετά στο Βρότσλαβ (Wrócław). Εκείνη την εποχή έγραψε αρκετά άρθρα, χρησιμοποιώντας το όνομα «Γιούνιους», τα οποία περνούσαν λαθραία έξω οι φίλοι της και τα εξέδιδαν παρανόμως.
Σ’ αυτά συμπεριλαμβάνονταν Η Ρώσικη Επανάσταση, που κριτίκαρε τους Μπολσεβίκους για μια σειρά αιτιών, και προνοητικά προειδοποιούσε για τον κίνδυνο ανάπτυξης δικτατορίας κάτω από την Μπολσεβίκικη εξουσία. (Παρόλα αυτά συνέχισε να καλεί σε μια «δικτατορία του προλεταριάτου» σύμφωνα με το Μπολσεβίκικο μοντέλο.) Σε αυτό το περιβάλλον έγραψε και το διάσημο «Freiheit ist immer die Freiheit des Andersdenkenden» (Η ελευθερία είναι πάντα και αποκλειστικά ελευθερία γι’ αυτόν που σκέφτεται διαφορετικά). Μια άλλη έκδοση, τον Ιούνιο του 1916, ήταν το Die Krise der Sozialdemokratie (Η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας.)
Το 1917, όταν οι ΗΠΑ μπήκαν στον πόλεμο, η Σπαρτακιστική Ομοσπονδία συνδέθηκε με το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (USPD), μια άλλη ομάδα αντιπολεμικών πρώην μελών του SPD, ιδρυμένη από τον Καρλ Κάουτσκυ. Στις 9 Νοεμβρίου του 1918 το USPD έφτασαν στην εξουσία ως ηγέτες της νέας δημοκρατίας μαζί με το SPD, μετά την παραίτηση του Κάιζερ. Αυτό ακολούθησε μια επανάσταση (η Γερμανική επανάσταση) που είχε ξεκινήσει στο Κίελο στις 4 Νοεμβρίου του 1918, όταν σαράντα χιλιάδες ναυτικοί και πεζοναύτες κατέλαβαν το λιμάνι ως διαμαρτυρία σε μια προτεινόμενη από την Γερμανική Ναυτική Διοίκηση συμπλοκή με το Βρετανικό Ναυτικό, παρά το γεγονός πως ήταν ξεκάθαρο πια πως ο πόλεμος είχε χαθεί. Μέχρι τις 8 Νοεμβρίου, Συμβούλια Εργατών και Στρατιωτών είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Γερμανίας, θέτοντας τα θεμέλια για την αποκαλούμενη Räterepublik («Δημοκρατία Συμβουλίων») βασισμένη στο σύστημα των Σοβιέτ που παρατηρήθηκαν στη Ρωσία στις επαναστάσεις του 1905 και του 1917.
Η Λούξεμπουργκ απελευθερώθηκε από την φυλακή στο Βρότσλαβ στις 8 Νοεμβρίου του 1918 και ο Λίμπκνεχτ είχε επίσης απελευθερωθεί πρόσφατα και αναδιοργανώσει την Ομοσπονδία Σπάρτακος. Μαζί έκαναν την εφημερίδα Die rote Fahne (η Κόκκινη Σημαία). Σ’ ένα από τα πρώτα άρθρα που συνέγραψε, η Λούξεμπουργκ απαίτησε αμνηστία για όλους τους πολιτικούς κρατουμένους και κάλεσε στον τερματισμό της θανατικής ποινής.
Ωστόσο, το ενωμένο μέτωπο διαχωρίστηκε στα τέλη του Δεκέμβρη του 1918 καθώς το USPD εγκατέλειψε τον συνασπισμό σε διαμαρτυρία για τους παρατηρούμενους συμβιβασμούς του SPD με το (καπιταλιστικό) στάτους κβο. Την 1 Ιανουαρίου του 1919 η Ομοσπονδία Σπάρτακος μαζί με άλλες σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ομάδες (συμπεριλαμβανομένων των Διεθνών Κομμουνιστών της Γερμανίας, IKD) δημιούργησαν το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD), πάνω απ’ όλα με την πρωτοβουλία των Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζας Λούξεμπουργκ. Η Λούξεμπουργκ υποστήριξε την συμμετοχή του KPD εθνική συνταγματική συνέλευση που τελικά θα ίδρυε την Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αλλά καταψηφίστηκε.
Τον Ιανουάριο ένα δεύτερο επαναστατικό κύμα σάρωσε τη Γερμανία, το οποίο μερικοί από την ηγεσία του KPD, συμπεριλαμβανομένης και της Λούξεμπουργκ, ήταν διστακτικοί να το ενθαρρύνουν προβλέποντας το άσχημο τέλος του (αλλά άλλοι προσπάθησαν να το εκμεταλλευτούν). Σε απάντηση, ο Σοσιαλδημοκράτης ηγέτης, Φρίντριχ Έμπερτ χρησιμοποίησε εθνικιστικές πολιτοφυλακές, τα λεγόμενα Freikorps (Φράικορπς), για να καταστείλει την επανάσταση. Η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ συνελήφθησαν στο Βερολίνο από τα Φράικορπς στις 15 Ιανουαρίου του 1919 και δολοφονήθηκαν την ίδια μέρα. Η Λούξεμπουργκ σφυροκοπήθηκε μέχρι θανάτου με χτυπήματα τουφεκιών και ρίχτηκε σε ένα κοντινό ποτάμι και ο Λίμπκνεχτ πυροβολήθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και έπειτα τοποθετήθηκε ως άγνωστο σώμα σε κοντινό νεκροφυλάκιο. Εκατοντάδες μέλη του KPD εκτελέστηκαν με παρόμοιους τρόπους, και τα συμβούλια κατεστάλησαν.
Οι τελευταίες γνωστές λέξεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ, γραμμένες το απόγευμα της δολοφονίας της, ήταν για την πίστη της στις μάζες, και στο αναπόφευκτο της επανάστασης: «Η ηγεσία απέτυχε. Ακόμα κι έτσι, η ηγεσία πρέπει να δημιουργηθεί εκ νέου, από τις μάζες και μέσα από τις μάζες. Οι μάζες είναι το αποφασιστικό στοιχείο, είναι ο βράχος πάνω στον οποίο θα κτιστεί η τελική νίκη της επανάστασης. Οι μάζες ήταν στα ύψη ανέπτυξαν την “ήττα” αυτή σε μία από τις ιστορικές ήττες που είναι η τιμή και η δύναμη του διεθνούς σοσιαλισμού. Και γι’ αυτό η μελλοντική νίκη θα ανθίσει από αυτή την “ήττα”. “Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο!” Ηλίθιοι δήμιοι! Η “τάξη” σας είναι χτισμένη στην άμμο. Αύριο κιόλας η επανάσταση θα “ανυψωθεί με μια βροντή” και με σαλπίσματα θα ανακοινώσει στον τρόμο σας: Ήμουν, Είμαι, Θα είμαι!»